ξυλουργός

ξυλουργός
ο (Α ξυλουργός και ξυλοεργός)
τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία τού ξύλου, μαραγκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυλουργός — carpenter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργός — ο τεχνίτης κατεργασίας ξύλου, αλλ. μαραγκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλουργοί — ξυλουργός carpenter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργούς — ξυλουργός carpenter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργόν — ξυλουργός carpenter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ξυλουργώ — (ΑΜ ξυλουργῶ. έω, Α ιων. τ. ξυλοργέω) [ξυλουργός] είμαι ξυλουργός. κατεργάζομαι το ξύλο …   Dictionary of Greek

  • γαλακτουργός — γαλακτουργός, ο (Α) αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)] …   Dictionary of Greek

  • δουριτυπής — (Α) φρ. «δουριτυπὴς σφῡρα» το σφυρί με το οποίο ο ξυλουργός χτυπάει τα ξύλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”